Ένα ακόμα βράδυ και εσύ είσαι χωμένος στην καρέκλα σου. Μπροστά απο τον υπολογιστή και περπατάς αργά στα νυχτερινά ιντερνετικά σοκάκια. Έχεις βάλει μουσική και προσπαθείς να χαθείς στις νότες και στις μελωδίες, στα πρελούδια, τις κόντες και τις μακρόσυρτες συνθέσεις. Ο δίσκος τελειώνει και εσύ δε σταματάς, τον αντικαθιστάς με τον επόμενο. Και οι ώρες περνάνε και ο ένας δίσκος διαδέχεται τον άλλον, το βραδάκι έγινε βαθιά άγρια νύχτα μα εσύ εξακολουθείς – εκεί χωμένος στην καρέκλα, να ακούς και να χαζεύεις την οθόνη.
Το μυαλό σου στροφάρει όπως πάντα. Σκέφτεται, ξερνάει και αναλύει τα πάντα. Πολιτική, οικονομία, σπουδές, πτυχία, μεταπτυχιακά, δουλειά, έρωτες, σεξ, μελαγχολίες, χαρές, τα πάντα. Όλα χορεύουν σε ρυθμούς ροκ-εν-ρολ μέσα στο κεφάλι σου. Το ξέρεις καλά: “Overthinking, overanalyzing separates the body from the mind”, μα συνεχίζεις, ξανά και ξανά να σκέφτεσαι χωρίς τελειωμό. Καταριέσαι που έχεις την απαραίτητη ευαισθησία και κριτική σκέψη να αναλύσεις μέχρι αηδίας και το παραμικρό πράγμα της ζωης σου. Αχ και να σουνα ηλίθιος: “The idiot fearlessly faced the crowd, smiling”. Και τότε δε θα σε ένοιαζε τίποτα. Η άγρια νύχτα έδωσε τη θέση της στις πρώτες πρωινές ώρες και το μαύρο έξω απο το παράθυρο σου έχει αρχίζει να γίνεται το πρώτο μπλέ του πρωινού.
Μιζέρια όλο αυτό; Μπορεί. Στιγμές ευτυχίας; Πολλές.
Το ξέρεις, όταν είσαι έξω με τους φίλους και πίνεις το ζεστό καφέ σου και διαβάζεις την χαζοεναλλακτική free press ξεχνάς τα πάντα. Όπως και όταν βρίσκεσαι στο καναπέ με μπύρες και μερικά σουβλάκια να βλέπεις ταινίες με τον κολητό σου. Όταν βρίσκεσαι πίσω από το τιμόνι με το πόδι στο γκάζι και τη μουσική να παίζει δυνατά η Αθήνα μοιάζει ελκυστική και οι σκοτούρες φαίνεται να εξαφανίζονται. Στιγμές μικρές, στιγμές πολλές. Τότε όλα είναι καλά. Τι γίνεται όμως όταν η αυλαία πέφτει; Τι γίνεται όταν γυρίζεις στο δωμάτιο και στην προσωπική σου μοναξιά; Όταν όλα μένουν κλεισμένα έξω απο το παράθυρο και την ξύλινη σου πόρτα; Η μιζέρια επανέρχεται;
Ίσως. Όχι πάντα. Όταν όμως έρχεται, δε σου χτυπάει την πόρτα, δε σε ρωτάει. Μπαίνει ύπουλα απο τις χαραμάδες και τρυπώνει όταν δεν το περιμένεις. Πιάνεις τον εαυτό σου να νιώθει άδειος και ταυτόχρονα τόσο γεμάτος. Σαν κάτι να σε τρώει και εσύ να θες να ελευθερωθείς. Αναζητάς μια στιγμή ελευθερίας να ξεχάσεις τους προβληματισμούς της καθημερινότητας σου, χωρίς να σκέφτεσαι το παρελθόν, το μέλλον, ούτε καν το ρουτινιάρικο παρόν.
Βάζεις τον τελευταίο δίσκο στο στερεοφωνικό και προγραμματίζεις να κλείσει μετά το πέρας του. Αφήνεις την καρέκλα και χώνεσαι κάτω απο την κουβέρτα με το κεφάλι μες στα μαξιλάρια. Κλείνεις τα μάτια και αφήνεσαι στην μελωδία αυτού που παίζει προσπαθώντας για μια τελευταία φορά να σταματήσεις να σκέφτεσαι και να αφεθείς στην αγκαλιά του μορφέα – όχι γιατί νυστάζεις, απλά για να βρείς αυτή την ελευθερία που σου λείπει απο αυτά τα μιζέρικα βράδια με την ελπίδα οτι αύριο θα ξημερώσει μια καλύτερη μέρα, ή μάλλον θα την διαδεχτεί μια καλύτερη νύχτα.
“Freedom is only a hallucination that waits at the edge of the places you go when you dream”.
Καληνύχτα σας.
Το ξέρεις, όταν είσαι έξω με τους φίλους και πίνεις το ζεστό καφέ σου και διαβάζεις την χαζοεναλλακτική free press ξεχνάς τα πάντα. Όπως και όταν βρίσκεσαι στο καναπέ με μπύρες και μερικά σουβλάκια να βλέπεις ταινίες με τον κολητό σου. Όταν βρίσκεσαι πίσω από το τιμόνι με το πόδι στο γκάζι και τη μουσική να παίζει δυνατά η Αθήνα μοιάζει ελκυστική και οι σκοτούρες φαίνεται να εξαφανίζονται. Στιγμές μικρές, στιγμές πολλές. Τότε όλα είναι καλά. Τι γίνεται όμως όταν η αυλαία πέφτει; Τι γίνεται όταν γυρίζεις στο δωμάτιο και στην προσωπική σου μοναξιά; Όταν όλα μένουν κλεισμένα έξω απο το παράθυρο και την ξύλινη σου πόρτα; Η μιζέρια επανέρχεται;
Ίσως. Όχι πάντα. Όταν όμως έρχεται, δε σου χτυπάει την πόρτα, δε σε ρωτάει. Μπαίνει ύπουλα απο τις χαραμάδες και τρυπώνει όταν δεν το περιμένεις. Πιάνεις τον εαυτό σου να νιώθει άδειος και ταυτόχρονα τόσο γεμάτος. Σαν κάτι να σε τρώει και εσύ να θες να ελευθερωθείς. Αναζητάς μια στιγμή ελευθερίας να ξεχάσεις τους προβληματισμούς της καθημερινότητας σου, χωρίς να σκέφτεσαι το παρελθόν, το μέλλον, ούτε καν το ρουτινιάρικο παρόν.
Βάζεις τον τελευταίο δίσκο στο στερεοφωνικό και προγραμματίζεις να κλείσει μετά το πέρας του. Αφήνεις την καρέκλα και χώνεσαι κάτω απο την κουβέρτα με το κεφάλι μες στα μαξιλάρια. Κλείνεις τα μάτια και αφήνεσαι στην μελωδία αυτού που παίζει προσπαθώντας για μια τελευταία φορά να σταματήσεις να σκέφτεσαι και να αφεθείς στην αγκαλιά του μορφέα – όχι γιατί νυστάζεις, απλά για να βρείς αυτή την ελευθερία που σου λείπει απο αυτά τα μιζέρικα βράδια με την ελπίδα οτι αύριο θα ξημερώσει μια καλύτερη μέρα, ή μάλλον θα την διαδεχτεί μια καλύτερη νύχτα.
“Freedom is only a hallucination that waits at the edge of the places you go when you dream”.
Καληνύχτα σας.