Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

Can you promise me a spring?







     Το θερμόμετρο δείχνει 2 βαθμούς Κελσίου. Το χώμα είναι καλυμένο από δεκάδες φύλλα που το έχουν ντύσει με τον κατακίτρινο μανδύα τους. Η υγρασία πλανάται στον αέρα και δημιουργεί ένα ομιχλώδες πέπλο που με δυσκολία διαπερνάνε οι ακτίνες της λάμπας που τρεμοπαίζει, εκεί στην άκρη του δρόμου, μόνη της, περιμένοντας για κάποιον περαστικό να την ζεστάνει στο πέρασμα του. Το πέπλο, σαν αραχνοϋφαντος ιστός, διαλύεται σε ένα μικρό σημείο από τις θερμές ακτίνες, μα ξαναδημιουργείται εκεί πιο δίπλα, στο σκοτάδι...

     Ένα αυτοκίνητο πλησιάζει σιωπηλά και η λάμπα ελπίζει να κάτσει εκεί, απο κάτω της, για να μπορέσει να έχει μια παρέα σε αυτή τη κρύα νύχτα. Καθώς μειώνει σταδιακά ταχύτητα διαλύει την ισσοροπία και την ησυχία της στιγμής μα δεν σταματάει κάτω απο την λάμπα αλλά εκεί πιο δίπλα, στο σκοτάδι...

     Η μηχανή του σβήνει, τα φώτα κλείνουν. Ησυχία. Στα παράθυρα μικρές σταγόνες υγρασίας στέκονται ακίνητες, σα παρατηρητές αυτής της μικρής στιγμής. Η πόρτα ανοίγει και από μέσα βγαίνει ο οδηγός. Πατάει στα στρωμένα φύλλα, θαρρείς σαν το βασιλιά στο κόκκινο χαλί του. Όμως δεν φοράει στέμα, ούτε είναι κάποιος εκεί να τον υποδεχτεί. Κλείνει την πόρτα και αφού κλειδώσει το αυτοκίνητο στέκεται μερικά δευτερόλεπτα εκεί, στο σκοτάδι... 

     Ντυμένος με βαρύ μπουφάν, κασκόλ, σκούφο και γάντια, αρχίζει να περπατάει αργά, σφίγγοντας τα χέρια στις τσέπες του για να ανταπεξέλθει στο κρύο. Ο ήχος από το περπάτημα του και το θρόισμα των πεσμένων φύλλων χάνεται στην σιωπή της νύχτας. Πλησιάζει αργά μία μαύρη σιδερένια καγκελόπορτα η οποία μοιάζει βουβός φρουρός, έτσι ψηλή και σκοτεινή μπροστά από το κτίσμα που φυλάει. Το γάντι προστατεύει το χέρι του από το να νιώσει το παγωμένο σίδερο να ακουμπάει το δέρμα του καθώς ανοίγει την καγκελόπορτα και εισέρχεται στον χώρο. Μια μαρμαρένια σκάλα τον περιμένει για να τον ανεβάσει εκεί όπου περιμένει να βρεί λίγη ζεστασιά. Τα βήματα του αργά καθώς ανεβαίνει τα σκαλιά και μετά από λίγο βρίσκεται μπροστά από μία ξύλινη πόρτα. Όμως δεν την ανοίγει ακόμα. Γυρίζει και ρίχνει μια τελευταία ματιά στο τοπίο. Το θαμπωμένο από την υγρασία αυτοκίνητο του ίσα που διακρίνεται. Αυτό που μαγνητίζει το βλέμμα του μέσα στη νύχτα είναι η φωτεινή και μοναχική λάμπα, εκεί στην άκρη του δρόμου. Λίγες στιγμές αργότερα ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στο σπίτι. Η πόρτα κλείνει καθώς το χέρι του ψάχνει μηχανικά στον τοίχο για να βρεί τον διακόπτη. Με ένα κλικ, το σκοτάδι δίνει τη θέση του στο φως...

1 σχόλιο: